καλυκοποιείο

καλυκοποιείο
το
1. εργοστάσιο στο οποίο κατασκευάζονται κάλυκες πυροβόλων όπλων
2. πυριτιδοποιείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλυξ, -υκος + -ποιείο (< -ποιός < ποιῶ), πρβλ. επιπλο-ποιείο, φανο-ποιείο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καλυκοποιείο — το εργοστάσιο μέσα στο οποίο κατασκευάζονται κάλυκες πυροβόλων όπλων: Υπάρχουν αρκετά καλυκοποιεία στην Ελλάδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πυριτιδοποιείο — το, Ν 1. εργοστάσιο κατασκευής πυρίτιδας και άλλων πολεμικών και εκρηκτικών υλών, κν. μπαρουτάδικο 2. φρ. «Ελληνικό Πυριτιδοποιείο και Καλυκοποιείο» και συντμ. «ΠΥΡΚΑΛ» ελληνική εταιρεία παραγωγής πυρομαχικών για τις ανάγκες τού ελληνικού στρατού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”